- φορτίζω
- ΝΜΑ [φορτίς, -ίδος]νεοελλ.1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)μσν.-αρχ.φορτώνω, τοποθετώ φορτίο επάνω σε κάποιον ή σε κάτι (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔγ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.